- γιγαντεύω
- γιγάντεψα, γιγαντεύτηκα, γιγαντεμένος, κάνω κάτι γιγάντιο, αυξάνω, μεγαλώνω: Η αγάπη τους γιγαντεύει μέρα με τη μέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.